-
1 περίπτωσις
A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.III experience, ξυγκαταινέω.. τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιοςποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1
; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit. ; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa ;κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29
, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπτωσις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский